αναλδαίνω

αναλδαίνω
ἀναλδαίνω (Α)
(για καρπούς) τρέφω, αυξάνω, αναπτύσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + ἀλδαίνω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναλδής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναλδής — ἀναλδής, ές (Α) [ἀναλδαίνω] 1. (για καρπούς) αυτός που δεν αυξάνεται, δεν αναπτύσσεται κανονικά, ατροφικός 2. (για άνδρα) άγονος, άκαρπος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”